- ἐχέστονον
- ἐχέστονοςbringing sorrowsmasc/fem acc sgἐχέστονοςbringing sorrowsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέστονος — ἐχέστονος, ον (Α) αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»] … Dictionary of Greek